- -άκι
- Γλωσσ.υποκοριστική κατάληξη της Νεοελληνικής με τεράστια παραγωγική δύναμη. Χρησιμοποιείται στον σχηματισμό υποκοριστικών ουδετέρου γένους ουσιαστικών κυρίως, αλλά και επιθέτων (πρβλ. λιγ-άκι, μικρ-άκι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκί — ἀκίς pointed object fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καουρισμάκι, Άκι — (Aki Kaurismaki, Οριμάτιλα 1957 –). Φιλανδός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του νεότερου κινηματογράφου της πατρίδας του (μαζί με τον αδελφό του, Μίκα, με τον οποίο… … Dictionary of Greek
σκουτελ(λ)άκι — το, Ν [σκουτέλ(λ)ι] μικρό σκουτέλι … Dictionary of Greek
τοσουλάκης, ο, -άκι — το (θηλ. δεν έχει) 1. τόσο πολύ μικρός, τόσος δα: Ο γιος του ήταν τοσουλάκης. 2. το ουδ. ως ουσ., τοσουλάκι, το κάτι το ελάχιστο, το πολύ μικρό: Το τοσουλάκι το κάνει τόσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκινάκα — ἀκῑνάκᾱ , ἀκινάκης short straight sword neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἀκῑνάκᾱ , ἀκινάκης short straight sword masc/fem acc sg (doric aeolic) ἀκῑνάκᾱ , ἀκινάκης short straight sword masc nom/voc/acc dual ἀκῑνάκα , ἀκινάκης short… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τὠκινάκη — ἀκῑνάκη , ἀκινάκης short straight sword neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκῑνάκη , ἀκινάκης short straight sword nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκῑνάκη , ἀκινάκης short straight sword masc/fem acc sg (attic epic doric) ἀκῑνάκη ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινάκης — ἀκῑνάκης , ἀκινάκης short straight sword masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀκῑνάκης , ἀκινάκης short straight sword masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀκῑνάκης , ἀκινάκης short straight sword masc/fem nom sg ἀκῑνάκης , ἀκινάκης short… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκινάκης — ἀκῑνάκης , ἀκινάκης short straight sword masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀκῑνάκης , ἀκινάκης short straight sword masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀκῑνάκης , ἀκινάκης short straight sword masc/fem nom sg ἀκῑνάκης , ἀκινάκης short… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινάκας — ἀκῑνάκᾱς , ἀκινάκης short straight sword masc/fem acc pl (doric aeolic) ἀκῑνάκᾱς , ἀκινάκης short straight sword masc acc pl ἀκῑνάκᾱς , ἀκινάκης short straight sword masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινακῶν — ἀκῑνακῶν , ἀκινάκης short straight sword gen pl (attic epic doric) ἀκῑνακῶν , ἀκινάκης short straight sword masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)